Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεφανηφορία
στεφανηφορικός
στεφανηφόρος
στεφανιαῖος
στεφανίζω
στεφανικός
στεφάνιον
στεφανίς
στεφανίτης
στεφανοποϊκή
στεφανοποιός
στεφανοπώλης
στεφανόπωλις
Στέφανος
στέφανος
στεφανοσταύριον
στεφανοῦχος
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
View word page
στεφανοποιός
chapletmaker
ShortDef
chapletmaker
Debugging
Headword:
στεφανοποιός
Headword (normalized):
στεφανοποιός
Headword (normalized/stripped):
στεφανοποιος
IDX:
81654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81655
Key:
Data
{'content': 'chapletmaker'}