Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεφανηπλόκος
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφορικός
στεφανηφόρος
στεφανιαῖος
στεφανίζω
στεφανικός
στεφάνιον
στεφανίς
στεφανίτης
στεφανοποϊκή
στεφανοποιός
στεφανοπώλης
στεφανόπωλις
Στέφανος
στέφανος
στεφανοσταύριον
στεφανοῦχος
στεφανόω
στεφανώδης
View word page
στεφανίτης
of a crown
ShortDef
of a crown
Debugging
Headword:
στεφανίτης
Headword (normalized):
στεφανίτης
Headword (normalized/stripped):
στεφανιτης
IDX:
81652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81653
Key:
Data
{'content': 'of a crown'}