Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφορικός
στεφανηφόρος
στεφανιαῖος
στεφανίζω
στεφανικός
στεφάνιον
στεφανίς
στεφανίτης
στεφανοποϊκή
στεφανοποιός
στεφανοπώλης
στεφανόπωλις
Στέφανος
στέφανος
στεφανοσταύριον
στεφανοῦχος
στεφανόω
View word page
στεφανίς
parapet

ShortDef

parapet

Debugging

Headword:
στεφανίς
Headword (normalized):
στεφανίς
Headword (normalized/stripped):
στεφανις
IDX:
81651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81652
Key:

Data

{'content': 'parapet'}