Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντακολουθία
ἀντακόλουθος
ἀντακοντίζω
ἀντακούω
ἀντακροάομαι
ἀντακρωτήριον
ἀνταλαζονεύομαι
ἀνταλαλάζω
Ἀνταλκίδης
ἀνταλλαγή
ἀντάλλαγμα
ἀντάλλαγος
ἀνταλλακτέον
ἀνταλλακτέος
ἀνταλλάκτης
ἀντάλλακτος
ἀνταλλάσσω
ἄνταλλος
ἀνταμείβομαι
ἀντάμειψις
ἀνταμελέω
View word page
ἀντάλλαγμα
that which is given or taken in exchange
ShortDef
that which is given or taken in exchange
Debugging
Headword:
ἀντάλλαγμα
Headword (normalized):
ἀντάλλαγμα
Headword (normalized/stripped):
ανταλλαγμα
IDX:
8164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8165
Key:
Data
{'content': 'that which is given or taken in exchange'}