Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεφάνη
στεφανηδόν
στεφανηπλοκέω
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφορικός
στεφανηφόρος
στεφανιαῖος
στεφανίζω
στεφανικός
στεφάνιον
στεφανίς
στεφανίτης
στεφανοποϊκή
στεφανοποιός
στεφανοπώλης
στεφανόπωλις
Στέφανος
στέφανος
View word page
στεφανίζω
to crown
ShortDef
to crown
Debugging
Headword:
στεφανίζω
Headword (normalized):
στεφανίζω
Headword (normalized/stripped):
στεφανιζω
IDX:
81648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81649
Key:
Data
{'content': 'to crown'}