Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεφαλίβανος
στεφαναφορία
στεφάνη
στεφανηδόν
στεφανηπλοκέω
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφορικός
στεφανηφόρος
στεφανιαῖος
στεφανίζω
στεφανικός
στεφάνιον
στεφανίς
στεφανίτης
στεφανοποϊκή
στεφανοποιός
στεφανοπώλης
στεφανόπωλις
View word page
στεφανηφόρος
wearing a crown

ShortDef

wearing a crown

Debugging

Headword:
στεφανηφόρος
Headword (normalized):
στεφανηφόρος
Headword (normalized/stripped):
στεφανηφορος
IDX:
81646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81647
Key:

Data

{'content': 'wearing a crown'}