Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεῦμαι
στεφαλίβανος
στεφαναφορία
στεφάνη
στεφανηδόν
στεφανηπλοκέω
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφορικός
στεφανηφόρος
στεφανιαῖος
στεφανίζω
στεφανικός
στεφάνιον
στεφανίς
στεφανίτης
στεφανοποϊκή
στεφανοποιός
στεφανοπώλης
View word page
στεφανηφορικός
pertaining to the στεφανηφορία

ShortDef

pertaining to the στεφανηφορία

Debugging

Headword:
στεφανηφορικός
Headword (normalized):
στεφανηφορικός
Headword (normalized/stripped):
στεφανηφορικος
IDX:
81645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81646
Key:

Data

{'content': 'pertaining to the στεφανηφορία'}