Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στέρφωσις
στερφωτήρ
στεῦμαι
στεφαλίβανος
στεφαναφορία
στεφάνη
στεφανηδόν
στεφανηπλοκέω
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφορικός
στεφανηφόρος
στεφανιαῖος
στεφανίζω
στεφανικός
στεφάνιον
στεφανίς
στεφανίτης
στεφανοποϊκή
View word page
στεφανηφορέω
to wear a wreath

ShortDef

to wear a wreath

Debugging

Headword:
στεφανηφορέω
Headword (normalized):
στεφανηφορέω
Headword (normalized/stripped):
στεφανηφορεω
IDX:
81643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81644
Key:

Data

{'content': 'to wear a wreath'}