Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στέρφος
στερφόω
στέρφωσις
στερφωτήρ
στεῦμαι
στεφαλίβανος
στεφαναφορία
στεφάνη
στεφανηδόν
στεφανηπλοκέω
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφορικός
στεφανηφόρος
στεφανιαῖος
στεφανίζω
στεφανικός
στεφάνιον
στεφανίς
View word page
στεφανηπλόκια
a place where wreaths are plaited
ShortDef
a place where wreaths are plaited
Debugging
Headword:
στεφανηπλόκια
Headword (normalized):
στεφανηπλόκια
Headword (normalized/stripped):
στεφανηπλοκια
IDX:
81641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81642
Key:
Data
{'content': 'a place where wreaths are plaited'}