Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερρός2
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφόπεπλος
στέρφος
στερφόω
στέρφωσις
στερφωτήρ
στεῦμαι
στεφαλίβανος
στεφαναφορία
στεφάνη
στεφανηδόν
στεφανηπλοκέω
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
στεφανηφορέω
στεφανηφορία
στεφανηφορικός
στεφανηφόρος
View word page
στεφαλίβανος
unguent

ShortDef

unguent

Debugging

Headword:
στεφαλίβανος
Headword (normalized):
στεφαλίβανος
Headword (normalized/stripped):
στεφαλιβανος
IDX:
81636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81637
Key:

Data

{'content': 'unguent'}