Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερρόγυιος
στερρόνους
στερροποιέω
στερρός
στερρός2
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφόπεπλος
στέρφος
στερφόω
στέρφωσις
στερφωτήρ
στεῦμαι
στεφαλίβανος
στεφαναφορία
στεφάνη
στεφανηδόν
στεφανηπλοκέω
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
View word page
στερφόω
cover with hide

ShortDef

cover with hide

Debugging

Headword:
στερφόω
Headword (normalized):
στερφόω
Headword (normalized/stripped):
στερφοω
IDX:
81632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81633
Key:

Data

{'content': 'cover with hide'}