Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερροποιέω
στερρός
στερρός2
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφόπεπλος
στέρφος
στερφόω
στέρφωσις
στερφωτήρ
στεῦμαι
στεφαλίβανος
στεφαναφορία
στεφάνη
στεφανηδόν
στεφανηπλοκέω
View word page
στερφόπεπλος
clad in hide

ShortDef

clad in hide

Debugging

Headword:
στερφόπεπλος
Headword (normalized):
στερφόπεπλος
Headword (normalized/stripped):
στερφοπεπλος
IDX:
81630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81631
Key:

Data

{'content': 'clad in hide'}