Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεροπά
στεροπή
στεροπηγερέτα
Στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερροποιέω
στερρός
στερρός2
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφόπεπλος
στέρφος
στερφόω
στέρφωσις
στερφωτήρ
στεῦμαι
στεφαλίβανος
View word page
στερρός2
barren
ShortDef
stiff, firm, solid, strong
barren
Debugging
Headword:
στερρός2
Headword (normalized):
στερρός
Headword (normalized/stripped):
στερρος2
IDX:
81626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81627
Key:
Data
{'content': 'barren'}