Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στέρομαι
στεροπά
στεροπή
στεροπηγερέτα
Στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερροποιέω
στερρός
στερρός2
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφόπεπλος
στέρφος
στερφόω
στέρφωσις
στερφωτήρ
στεῦμαι
View word page
στερρός
stiff, firm, solid, strong
ShortDef
stiff, firm, solid, strong
barren
Debugging
Headword:
στερρός
Headword (normalized):
στερρός
Headword (normalized/stripped):
στερρος
IDX:
81625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81626
Key:
Data
{'content': 'stiff, firm, solid, strong'}