Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπά
στεροπή
στεροπηγερέτα
Στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερροποιέω
στερρός
στερρός2
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφόπεπλος
στέρφος
στερφόω
στέρφωσις
στερφωτήρ
View word page
στερροποιέω
harden, strengthen

ShortDef

harden, strengthen

Debugging

Headword:
στερροποιέω
Headword (normalized):
στερροποιέω
Headword (normalized/stripped):
στερροποιεω
IDX:
81624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81625
Key:

Data

{'content': 'harden, strengthen'}