Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπά
στεροπή
στεροπηγερέτα
Στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερροποιέω
στερρός
στερρός2
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφόπεπλος
στέρφος
στερφόω
στέρφωσις
View word page
στερρόνους
hard-, stern-minded

ShortDef

hard-, stern-minded

Debugging

Headword:
στερρόνους
Headword (normalized):
στερρόνους
Headword (normalized/stripped):
στερρονους
IDX:
81623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81624
Key:

Data

{'content': 'hard-, stern-minded'}