Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπά
στεροπή
στεροπηγερέτα
Στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερροποιέω
στερρός
στερρός2
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφόπεπλος
στέρφος
στερφόω
View word page
στερρόγυιος
with strong limbs

ShortDef

with strong limbs

Debugging

Headword:
στερρόγυιος
Headword (normalized):
στερρόγυιος
Headword (normalized/stripped):
στερρογυιος
IDX:
81622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81623
Key:

Data

{'content': 'with strong limbs'}