Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερνοτυπία
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπά
στεροπή
στεροπηγερέτα
Στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερροποιέω
στερρός
στερρός2
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφόπεπλος
στέρφος
View word page
στερροβαρής
hard and heavy

ShortDef

hard and heavy

Debugging

Headword:
στερροβαρής
Headword (normalized):
στερροβαρής
Headword (normalized/stripped):
στερροβαρης
IDX:
81621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81622
Key:

Data

{'content': 'hard and heavy'}