Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπά
στεροπή
στεροπηγερέτα
Στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερροποιέω
στερρός
στερρός2
στερροσώματος
στερρότης
View word page
στεροπηγερέτα
he who gathers the lightning

ShortDef

he who gathers the lightning

Debugging

Headword:
στεροπηγερέτα
Headword (normalized):
στεροπηγερέτα
Headword (normalized/stripped):
στεροπηγερετα
IDX:
81618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81619
Key:

Data

{'content': 'he who gathers the lightning'}