Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπά
στεροπή
στεροπηγερέτα
Στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερροποιέω
στερρός
View word page
στέρομαι
to be wanting in, to lack, want
ShortDef
to be wanting in, to lack, want
Debugging
Headword:
στέρομαι
Headword (normalized):
στέρομαι
Headword (normalized/stripped):
στερομαι
IDX:
81615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81616
Key:
Data
{'content': 'to be wanting in, to lack, want'}