Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπά
στεροπή
στεροπηγερέτα
Στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
View word page
στερνόφθαλμος
with eyes in the breast

ShortDef

with eyes in the breast

Debugging

Headword:
στερνόφθαλμος
Headword (normalized):
στερνόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
στερνοφθαλμος
IDX:
81613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81614
Key:

Data

{'content': 'with eyes in the breast'}