Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπά
στεροπή
στεροπηγερέτα
Στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
View word page
στερνοῦχος
broad-swelling
ShortDef
broad-swelling
Debugging
Headword:
στερνοῦχος
Headword (normalized):
στερνοῦχος
Headword (normalized/stripped):
στερνουχος
IDX:
81612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81613
Key:
Data
{'content': 'broad-swelling'}