Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπά
στεροπή
στεροπηγερέτα
Στερόπης
στέροψ
View word page
στερνοτυπής
of or from beaten breasts
ShortDef
of or from beaten breasts
Debugging
Headword:
στερνοτυπής
Headword (normalized):
στερνοτυπής
Headword (normalized/stripped):
στερνοτυπης
IDX:
81610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81611
Key:
Data
{'content': 'of or from beaten breasts'}