Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπά
στεροπή
στεροπηγερέτα
Στερόπης
View word page
στέρνον
the breast, chest
ShortDef
the breast, chest
Debugging
Headword:
στέρνον
Headword (normalized):
στέρνον
Headword (normalized/stripped):
στερνον
IDX:
81609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81610
Key:
Data
{'content': 'the breast, chest'}