Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταιωρέομαι
ἀντακαῖος
ἀντακολουθέω
ἀντακολούθησις
ἀντακολουθία
ἀντακόλουθος
ἀντακοντίζω
ἀντακούω
ἀντακροάομαι
ἀντακρωτήριον
ἀνταλαζονεύομαι
ἀνταλαλάζω
Ἀνταλκίδης
ἀνταλλαγή
ἀντάλλαγμα
ἀντάλλαγος
ἀνταλλακτέον
ἀνταλλακτέος
ἀνταλλάκτης
ἀντάλλακτος
ἀνταλλάσσω
View word page
ἀνταλαζονεύομαι
boast in reply

ShortDef

boast in reply

Debugging

Headword:
ἀνταλαζονεύομαι
Headword (normalized):
ἀνταλαζονεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ανταλαζονευομαι
IDX:
8160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8161
Key:

Data

{'content': 'boast in reply'}