Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπά
στεροπή
στεροπηγερέτα
View word page
στερνοκτύπος
beating the breast

ShortDef

beating the breast

Debugging

Headword:
στερνοκτύπος
Headword (normalized):
στερνοκτύπος
Headword (normalized/stripped):
στερνοκτυπος
IDX:
81608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81609
Key:

Data

{'content': 'beating the breast'}