Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπά
στεροπή
View word page
στερνοκοπέομαι
beat one's breast for grief

ShortDef

beat one's breast for grief

Debugging

Headword:
στερνοκοπέομαι
Headword (normalized):
στερνοκοπέομαι
Headword (normalized/stripped):
στερνοκοπεομαι
IDX:
81607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81608
Key:

Data

{'content': "beat one's breast for grief"}