Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπά
View word page
στερνοβριθής
with a strong chest

ShortDef

with a strong chest

Debugging

Headword:
στερνοβριθής
Headword (normalized):
στερνοβριθής
Headword (normalized/stripped):
στερνοβριθης
IDX:
81606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81607
Key:

Data

{'content': 'with a strong chest'}