Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
View word page
στερνίτης
of the breast

ShortDef

of the breast

Debugging

Headword:
στερνίτης
Headword (normalized):
στερνίτης
Headword (normalized/stripped):
στερνιτης
IDX:
81605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81606
Key:

Data

{'content': 'of the breast'}