Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
View word page
στέρνιον
breast
ShortDef
breast
Debugging
Headword:
στέρνιον
Headword (normalized):
στέρνιον
Headword (normalized/stripped):
στερνιον
IDX:
81604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81605
Key:
Data
{'content': 'breast'}