Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
View word page
στερκτός
to be loved, amiable, loved

ShortDef

to be loved, amiable, loved

Debugging

Headword:
στερκτός
Headword (normalized):
στερκτός
Headword (normalized/stripped):
στερκτος
IDX:
81603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81604
Key:

Data

{'content': 'to be loved, amiable, loved'}