Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοῦχος
View word page
στερκτικός
disposed to love, affectionate
ShortDef
disposed to love, affectionate
Debugging
Headword:
στερκτικός
Headword (normalized):
στερκτικός
Headword (normalized/stripped):
στερκτικος
IDX:
81602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81603
Key:
Data
{'content': 'disposed to love, affectionate'}