Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
στερνοτυπία
View word page
στερκτέον
one must acquiesce

ShortDef

one must acquiesce

Debugging

Headword:
στερκτέον
Headword (normalized):
στερκτέον
Headword (normalized/stripped):
στερκτεον
IDX:
81601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81602
Key:

Data

{'content': 'one must acquiesce'}