Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
στερνοτυπής
View word page
στερίφωμα
solid foundation

ShortDef

solid foundation

Debugging

Headword:
στερίφωμα
Headword (normalized):
στερίφωμα
Headword (normalized/stripped):
στεριφωμα
IDX:
81600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81601
Key:

Data

{'content': 'solid foundation'}