Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στέρνον
View word page
στεριφότης
stoutness, solidity

ShortDef

stoutness, solidity

Debugging

Headword:
στεριφότης
Headword (normalized):
στεριφότης
Headword (normalized/stripped):
στεριφοτης
IDX:
81599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81600
Key:

Data

{'content': 'stoutness, solidity'}