Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἄγρυκτος
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητέον
ἀγρυπνητήρ
ἀγρυπνητής
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρυπνώδης
ἄγρωμα
Ἄγρων
ἄγρωσσα
ἀγρώσσω
ἀγρώστης
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
ἀγυιαῖος
ἀγυιάτης
View word page
ἀγρυπνώδης
making sleepless

ShortDef

making sleepless

Debugging

Headword:
ἀγρυπνώδης
Headword (normalized):
ἀγρυπνώδης
Headword (normalized/stripped):
αγρυπνωδης
IDX:
815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-816
Key:

Data

{'content': 'making sleepless'}