Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
View word page
στέριφος
firm, solid
ShortDef
firm, solid
Debugging
Headword:
στέριφος
Headword (normalized):
στέριφος
Headword (normalized/stripped):
στεριφος
IDX:
81598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81599
Key:
Data
{'content': 'firm, solid'}