Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
View word page
στεριφοποιέω
make firm
ShortDef
make firm
Debugging
Headword:
στεριφοποιέω
Headword (normalized):
στεριφοποιέω
Headword (normalized/stripped):
στεριφοποιεω
IDX:
81597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81598
Key:
Data
{'content': 'make firm'}