Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
View word page
στεριφόομαι
become hard

ShortDef

become hard

Debugging

Headword:
στεριφόομαι
Headword (normalized):
στεριφόομαι
Headword (normalized/stripped):
στεριφοομαι
IDX:
81596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81597
Key:

Data

{'content': 'become hard'}