Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στέρνιον
View word page
στερίσκω
to deprive
ShortDef
to deprive
Debugging
Headword:
στερίσκω
Headword (normalized):
στερίσκω
Headword (normalized/stripped):
στερισκω
IDX:
81594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81595
Key:
Data
{'content': 'to deprive'}