Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
View word page
στερητικός
having a negative quality

ShortDef

having a negative quality

Debugging

Headword:
στερητικός
Headword (normalized):
στερητικός
Headword (normalized/stripped):
στερητικος
IDX:
81593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81594
Key:

Data

{'content': 'having a negative quality'}