Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
View word page
στερητέος
to be deprived

ShortDef

to be deprived

Debugging

Headword:
στερητέος
Headword (normalized):
στερητέος
Headword (normalized/stripped):
στερητεος
IDX:
81592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81593
Key:

Data

{'content': 'to be deprived'}