Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
View word page
στέρησις
deprivation, privation

ShortDef

deprivation, privation

Debugging

Headword:
στέρησις
Headword (normalized):
στέρησις
Headword (normalized/stripped):
στερησις
IDX:
81591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81592
Key:

Data

{'content': 'deprivation, privation'}