Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
View word page
στερήσιμος
liable to confiscation

ShortDef

liable to confiscation

Debugging

Headword:
στερήσιμος
Headword (normalized):
στερήσιμος
Headword (normalized/stripped):
στερησιμος
IDX:
81590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81591
Key:

Data

{'content': 'liable to confiscation'}