Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
View word page
στέρημα
that which is taken away

ShortDef

that which is taken away

Debugging

Headword:
στέρημα
Headword (normalized):
στέρημα
Headword (normalized/stripped):
στερημα
IDX:
81589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81590
Key:

Data

{'content': 'that which is taken away'}