Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
στέριφος
View word page
στερεωτικός
strengthening, consolidating
ShortDef
strengthening, consolidating
Debugging
Headword:
στερεωτικός
Headword (normalized):
στερεωτικός
Headword (normalized/stripped):
στερεωτικος
IDX:
81588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81589
Key:
Data
{'content': 'strengthening, consolidating'}