Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
στεριφοποιέω
View word page
στερεωτής
one who strengthens

ShortDef

one who strengthens

Debugging

Headword:
στερεωτής
Headword (normalized):
στερεωτής
Headword (normalized/stripped):
στερεωτης
IDX:
81587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81588
Key:

Data

{'content': 'one who strengthens'}