Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφόομαι
View word page
στερέωσις
making firm

ShortDef

making firm

Debugging

Headword:
στερέωσις
Headword (normalized):
στερέωσις
Headword (normalized/stripped):
στερεωσις
IDX:
81586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81587
Key:

Data

{'content': 'making firm'}