Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
στεριφεύομαι
View word page
στερεωπός
solid

ShortDef

solid

Debugging

Headword:
στερεωπός
Headword (normalized):
στερεωπός
Headword (normalized/stripped):
στερεωπος
IDX:
81585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81586
Key:

Data

{'content': 'solid'}