Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίσκω
View word page
στερεωματίζω
stamp, trample out

ShortDef

stamp, trample out

Debugging

Headword:
στερεωματίζω
Headword (normalized):
στερεωματίζω
Headword (normalized/stripped):
στερεωματιζω
IDX:
81584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81585
Key:

Data

{'content': 'stamp, trample out'}